- συνέντευξις
- συνέντευξιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνέντευξη — η / συνέντευξις, εύξεως, ΝΑ νεοελλ. 1. προκαθορισμένη συνάντηση, ραντεβού («ο ιατρός δέχεται επί συνεντεύξει») 2. η με ένα σημαίνον πρόσωπο συνομιλία για σοβαρό θέμα η οποία προορίζεται για δημοσιότητα 3. φρ. α) «προσωπική συνέντευξη» i) μορφή… … Dictionary of Greek